- μπαγιατοπάζαρο
- τό1) рынок по продаже чёрствого хлеба; 2) барахолка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπαγιατοπάζαρο — το 1. αγορά στην οποία πωλούνται μπαγιάτικα τρόφιμα σε χαμηλότερες τιμές 2. (γενικά) αγορά όπου πωλούνται παλιά και φθαρμένα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bayat + παζάρι] … Dictionary of Greek